- αργεστής
- ἀργεστής και Άργέστης, ο (Α)1. αυτός που ξαστερώνει τον ουρανό (επίθ. του νότιου ανέμου)2. ο λευκός3. (κύρ. όν.) Αργέστηςο βορειοδυτικός άνεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *αργεσ- το οποίο πρέπει να υπήρξε παράλληλα προς το θ. αργ- τού αργός (Ι) και το οποίο μαρτυρείται επίσης στον τ. αργεννός* καθώς και στο σύνθετο επίθετο εναργής].
Dictionary of Greek. 2013.